λιμπά

λιμπά
τα (Μ λιμπά)
οι όρχεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το επίθ. λιμβός (Ι) «λαίμαργος» και το ρ. λιμπίζομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λίμπα — (I) το (ξυλολ.) διεθνής κοινή ονομασία ξύλου εξαιρετικής ποιότητας, που παράγεται από το δέντρο Terminalia superba. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. limba, πιθ. < εθνικό όνομα τής δυτικής Αφρικής]. (II) επίρρ. άνω κάτω («τά… …   Dictionary of Greek

  • Σιέρα Λεόνε — Aπό γεωλογική άποψη η Σιέρα Λεόνε ανήκει στην εκτεταμένη εκείνη περιοχή στις παρυφές της βόρειας Aφρικής που, μολονότι παρέμεινε ουσιαστικά έξω από τις μεγαλειώδεις συρρικνώσεις του Tριτογενούς, υπέστη διαδικασίες ανανέωσης και επηρεάστηκε από… …   Dictionary of Greek

  • Γκαμπόν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκαμπόν Έκταση: 267.667 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.308.500 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Λιμπρεβίλ (541.000 κάτ. το 2002)Κράτος της βορειοδυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Ισημερινή Γουινέα και το Καμερούν, Α και Ν με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”